- ωκυτόκιος
- -ο / ὠκυτόκιος, -ον, ΝΑ [ὠκυτόκος](λόγιος τ.) αυτός που διευκολύνει τον τοκετόνεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωκυτόκια(λαογρ.) τρόποι που, σύμφωνα με παλαιές αντιλήψεις, διευκολύνουν τον τοκετό και αποτρέπουν τους κινδύνους οι οποίοι απειλούν τις έγκυες και τις λεχώνεςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκυτόκιονφάρμακο που διευκόλυνε τον τοκετό.
Dictionary of Greek. 2013.